- αμμόγειος
- -α, -ο (Α ἀμμόγειος, -α, -ον)αυτός που έχει αμμώδες έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + -γειος < γῆ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμμόγειος — α, ο αυτός που έχει αμμώδες χώμα: Στην περιοχή εκείνη τα χωράφια είναι αμμόγεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμμόγεια — ἀμμόγειος in sandy soil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek